- βαρυτιμῶν
- βαρυτιμέωraise the price of goodspres part act masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βαρυτίμων — βαρυτί̱μων , βαρύτιμος punishing severely masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γιακαράντα — Γένος φυτών της οικογένειας των βιγνονιιδών η οποία περιλαμβάνει πολλά γένη φυτών, που καλλιεργούνται στους κήπους για καλλωπιστικούς σκοπούς (π.χ. βιγνόνια εκκρεμόκαρπη). Το γένος περιλαμβάνει δηλητηριώδη φυτά, αλλά με μεγάλο ενδιαφέρον, γιατί… … Dictionary of Greek
Λίλι, Πίτερ — (Sir Peter Lely, Σεστ, Αγγλία 1618 – 1680). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Άγγλου ζωγράφου, ολλανδικής καταγωγής, Πίτερ Βαν ντερ Φάες (Pieter Van der Faes). Το 1661 ο Κάρολος Β’ τον ονόμασε ζωγράφο της Αυλής, αξίωμα που κατείχε ο Βαν Ντάικ επί… … Dictionary of Greek